τετράγυος

τετράγυος
και δ. γρφ. τετρόγυος, -ον, Α
1. αυτός που έχει έκταση τεσσάρων γυών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγυον
(ως μονάδα μέτρησης έκτασης) τεμάχιο γης που μπορεί να οργώσει κανείς σε μια μέρα («τετράγυον δ' εἴη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + γύης «μονάδα μετρήσεως έκτασης, πιθ. ισοδύναμη με ένα πλέθρο» (πρβλ. πεντηκοντό-γυος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετράγυος — containing four masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράγυον — τετράγυος containing four masc/fem acc sg τετράγυος containing four neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετρόγυος — ον, Α βλ. τετράγυος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”